Μετρητής








![]() | Σήμερα | 27 |
![]() | Χθές | 304 |
![]() | All | 8144202 |

ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ |
ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ (1924-1967)
O Γιάννης Κορδάτος, από το 1924 κιόλας, στα πρώτα βήματα του ΚΚΕ, επιχείρησε να εξοπλίσει το εργατικό κίνημα της εποχής του, το κόμμα του, με μια νέα θεωρία για το, πρόσφατο τότε, παρελθόν της ελληνικής κοινωνίας, με μια θεωρία σύμφωνη με όσα δίδαξαν οι ιδρυτές του μαρξισμού, και να απαλλάξει την κοινωνία της εποχής του από τη «στρεβλή» ιστορική γνώση που της προμήθευε η «αστική» ιστοριογραφία. Σ' αυτή του την επιχείρηση ο Κορδάτος μπόρεσε να ανοίξει νέους ερμηνευτικούς διαδρόμους για την ιστοριογραφία, μπόρεσε να κοιτάξει το γεγονός, το Εικοσιένα εν προκειμένω, από άλλη οπτική γωνία και να πλησιάσει τις πραγματικές αφετηρίες του. Μπόρεσε, κυρίως, να ανοίξει το δρόμο για μια ανάγνωση των επαναστατικών πραγματικοτήτων στις αρχές του 19ου αιώνα, όπου η αστική τάξη αναγνωριζόταν ως ο κεντρικός παράγοντας για την προώθηση, την οργάνωση και τη διεκπεραίωση της Επανάστασης του 1821, καθώς και για την πραγματοποίηση του τελικού στόχου: την ίδρυση μοντέρνου αστικού ελληνικού κράτους. Πρόκειται για την πιο σημαντική συνεισφορά του στην αριστερή, την κομμουνιστική με σημερινούς όρους, ιστοριογραφία και θεωρία. Συγχρόνως, ο Κορδάτος άνοιξε και άλλες συζητήσεις που αποτυπώνουν αγκυλώσεις, όπως αποδείχθηκε αργότερα, της θεωρίας του κομμουνιστικού κινήματος για την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας: το 1924 - και πολύ αργότερα - οι ηγεσίες του κομμουνιστικού κινήματος δεν είχαν τα αναγκαία διανοητικά και επιστημονικά εφόδια για να επεξεργαστούν και να κατανοήσουν το πραγματικό περιεχόμενο της μαρξικής διδασκαλίας και, γι' αυτό, έμειναν γαντζωμένες στο, δήθεν μόνο επαναστατικό, σχήμα βιομηχανική ανάπτυξη - σχηματισμός (βιομηχανικού) προλεταριάτου -σοσιαλιστική επανάσταση με αυτό το «θεωρητικό» σχήμα ως βάση προσπάθησαν να ερμηνεύσουν κάθε επανάσταση - και το Εικοσιένα. Άλλωστε, η νέα ευρωπαϊκή ιστοριογραφία δεν είχε ακόμη κάνει τα μεγάλα της άλματα και η ελληνική υπηρετούσε ιστορικούς μύθους και ιδεολογήματα, σχεδόν αποκλειστικά. Από αυτές τις δυσκολίες δεν είναι απολύτως απαλλαγμένος ούτε ο Κορδάτος, κυρίως, σε ό,τι αφορά τον χαρακτήρα της προεπαναστατικής αστικής τάξης, που αναπτύχθηκε, λέει, στις παροικίες σχεδόν αποκλειστικά και που παρέμεινε ανολοκλήρωτη, αφού ήταν «μονόπλευρη» (έμποροι και εφοπλιστές), να διαφεντεύει ένα ισχυρό εμποροεφοπλιστικό κεφάλαιο που ποτέ δεν μετατράπηκε σε βιομηχανικό. Με παρεπόμενα, την ντόπια ελληνική φεουδαρχία να διατηρείται ισχυρή και τις αντίστοιχες αντιλήψεις να αντιδρούν σε κάθε νεωτερισμό και με τελικό αποτέλεσμα η εντός της Επανάστασης ταξική πάλη να μένει, και αυτή, από την απουσία βιομηχανικού προλεταριάτου, ανολοκλήρωτη. Για ένα γεγονός των αρχών του 19ου αιώνα δεν χρησιμοποιείται ως συγκριτικό ανάλογο η Γαλλική Επανάσταση που προηγήθηκε κατά 30 μόλις χρόνια, αλλά η Ρωσική, που ήρθε έναν αιώνα μετά. Κατέληξε, έτσι, οι περισσότεροι κομμουνιστές ιστορικοί να αναζητούν τις ερμηνείες τους στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και όχι στις αλλαγές των παραγωγικών σχέσεων, που είναι και το αυθεντικότερο μήνυμα της μαρξικής διδασκαλίας: με δεδομένο ότι το ναυπηγείο ποτέ σχεδόν δεν θεωρήθηκε εργοστάσιο, γιατί απουσίαζε ο εργοστασιάρχης, ο ένας, πάει να πει, πόλος της αντιπαλότητας, ταξική πάλη δεν ήταν δυνατό να αναπτυχθεί και γι' αυτό η Επανάσταση όχι μόνον έμεινε ανολοκλήρωτη αλλά και οπισθοχώρησε από τις αρχικές θέσεις της. Σε αυτές τις αναζητήσεις και με αυτή τη λογική προσέγγισης του γεγονότος, ήταν φυσικό ο Σεραφείμ Μάξιμος και, αργότερα, ο Νίκος Σβορώνος να εξοβελίζονται. Η μετά το «Εικοσιένα» του Γιάννη Κορδάτου κομμουνιστική ιστοριογραφία, που καθυστέρησε πολύ να εμφανιστεί, διχάστηκε: στο ένα σκέλος της διχάλας θα συναντήσουμε αυτούς που συμφωνούσαν μαζί του για τον πρωταγωνιστικό - προωθητικό ρόλο της αστικής τάξης στο Εικοσιένα, όπως και για την αδυναμία της, όμως, να λύσει πολλά από τα προβλήματα που έθεσε η κοινωνία μέσω της Επανάστασης· στο άλλο, αυτούς που αμφισβήτησαν αυτόν τον ρόλο και θεωρούσαν, μαζί με την ηγεσία του κόμματος, ότι η «αστικοδημοκρατική» επανάσταση εκκρεμούσε ακόμη και στα χρόνια της Αντίστασης. Ήταν μια θεωρία που συζητήθηκε πολύ προτού γίνει πολιτική του ΚΚΕ και εφαρμοστεί και στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο: ούτε στην Κατοχή, ούτε μετά απ' αυτήν κατέστρωσε το ΚΚΕ σαφές πρόγραμμα για κατάληψη της εξουσίας και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Γιάννης Ζέβγος, Πέτρος Ρούσος και Λεωνίδας Στρίγγος είναι αυτοί που κατ' εξοχήν εκπροσωπούν τους δύο πόλους της διχάλας, με τον πρώτο να μην προλαβαίνει (δολοφονήθηκε το 1947) να επεξεργαστεί περισσότερο το εγχειρίδιο που κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν τον δεύτερο να είναι πιο πιστός στην εκάστοτε κομματική γραμμή, να αναγνωρίζει τα λάθη της προηγούμενης ηγεσίας του κόμματος στην αντίληψη της για την Ιστορία και να ομολογεί ότι, παρ' όλα αυτά, δεν μπορούσε να απαλλαγεί πλήρως από αυτά και τον τρίτο να είναι πιο κοντά - χωρίς να ταυτίζεται μαζί τους - στον Κορδάτο, το Μάξιμο και τον Σβορώνο, που ούτε αυτοί έχουν ταυτόσημες προσεγγίσεις. Εντούτοις, η κατάταξη που έκανα στους τρεις δεν είναι απολύτως ακριβής, γιατί, με εξαίρεση τον Ζέβγο, για τους άλλους δύο η κατάταξη δεν είναι ευχερής: πολλές απόψεις τους, χωρίς να είναι ταυτόσημες, μοιάζουν. Η προσέγγιση του Ζέβγου στο Εικοσιένα είναι συμπυκνωμένη σε μια φράση: «Η αγροτιά και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις του έθνους, οι ναύτες πριν απ' όλα, οι μικρέμποροι, οι γυρολόγοι, οι χειροτέχνες, οι μικροδιανοούμενοι κάθε λογής, οι εμποροϋπάλληλοι, οι δάσκαλοι, ο κατώτερος κλήρος, οι σπουδαστές, αποτελούσαν την δραστήρια επαναστατική δύναμη. Αυτή η εθνική δημοκρατική δύναμη νίκησε την αντίδραση και συντηρητικότητα των ανώτερων τάξεων, παρέσυρε κι αυτές στον επαναστατικό αγώνα, όπως θα δούμε». Είναι φανερό αυτό που κάνει ο Ζέβγος: ερμηνεύει την προεπαναστατική κοινωνία με όρους - και ορολογία- Μεσοπολέμου και Αντίστασης. Ο Ρούσος, στα σχετικά με το προεπαναστατικό εξωτερικό εμπόριο και τη ναυτιλία έχει βέβαια διαβάσει Μάξιμο και είναι ο μόνος κομμουνιστής ιστορικός που κάνει λόγο για διαμόρφωση «προπλάσματος ναυτικού προλεταριάτου» και για ναυτεργάτες που τους «εκμεταλλεύονταν άγρια οι καραβοκυραίοι»· επιμένει όμως και αυτός στο μεταπρατικό χαρακτήρα του ελληνικού εμπορικού κεφαλαίου - κάτι που ήταν και κεντρική αναλυτική θέση του κόμματος για την ελληνική κοινωνία μέχρι πριν από 30 περίπου χρόνια - που, μαζί με την αποικιακή εκμετάλλευση από τους Άγγλους, «καθυστέρησε την ελληνική αστική εξέλιξη» στο τέλος της τουρκοκρατίας, αφού το εμπορικό κεφάλαιο δεν μετατράπηκε σε βιομηχανικό. Ο Ρούσος, προσκολλημένος στις αποφάσεις του κόμματος, βλέπει «αστούς στο εξωτερικό και το εσωτερικό», που επηρεάστηκαν από το διαφωτιστικό κήρυγμα, όχι όμως αστική τάξη, μολονότι ο, προ πολλού αποβεβλημένος, Κορδάτος είχε δείξει καλά το δρόμο∙ βλέπει διάδοση νέων ιδεών και διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, χωρίς όμως να αναζητεί το φορέα τους, μολονότι η μαρξική διδασκαλία το επιβάλλει βλέπει επαναστατικές διαθέσεις, χωρίς να τις συνδέει με διαμόρφωση νέων σχέσεων στην οικονομία και την κοινωνία, μολονότι αυτό το είχε κάνει ο Αδαμάντιος Κοραής ενάμιση αιώνα πριν. Τα ίδια θα υποστηρίξει ο Ρούσος, και πολλά χρόνια αργότερα, το 1981, στο Επιστημονικό Συμπόσιο «Η επανάσταση του Εικοσιένα» του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών. Στο ίδιο συμπόσιο θα εμφανιστεί μια σημαντική αλλαγή παλαιότερης θέσης του Λεωνίδα Στρίγγου: «Δεν είναι σωστή η άποψη, σύμφωνα με την οποία ένα φαινόμενο μετεπαναστατικό, όπως είναι ο «μεταπρατισμός», αποδίδεται στο προεπαναστατικό εμπορικό κεφάλαιο...». Και σε άλλο σημείο: «Η νεαρή αστική τάξη είναι εκείνη που έπαιξε ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση». Ο Στρίγγος, ο μόνος από τους τρεις με ιστορική συνείδηση, είχε προσφέρει από παλαιότερα, με το βιβλίο του Η Επανάσταση του Εικοσιένα, την πιο μοντέρνα ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων στις παραμονές του Εικοσιένα, και του αιτήματος του Εικοσιένα. Το ανεξάρτητο εθνικό κράτος ήταν, λέει, που θα έλυνε το αγροτικό πρόβλημα και θα οδηγούσε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, υπό την ηγεσία της αστικής τάξης. Είχε μιλήσει για τάξεις στην προεπαναστατική κοινωνία και για πάλη και συγκρούσεις για την επαναστατική εξουσία στη διάρκεια του Αγώνα. Ένας άλλος, της αμέσως επόμενης γενιάς, κομμουνιστής ιστορικός, ο Τάσος Βουρνάς, είναι ο πιο απομακρυσμένος από κομματικές γραμμές. Είχε εντάξει το Εικοσιένα στη συνολική ευρωπαϊκή κίνηση της αστικής τάξης προς την εξουσία και το θεωρούσε κομμάτι της· καυτηρίασε την παραγνώριση του ηγετικού ρόλου της αστικής τάξης, λέγοντας ότι επανάσταση χωρίς ταξική πρωτοπορία δεν γίνεται και είδε ότι ο αγροτικός κόσμος ριζοσπαστικοποιήθηκε επειδή συνέλαβε το ριζοσπαστικό πρόγραμμα της αστικής τάξης για ανατροπή των φεουδαρχικών σχέσεων και γι' αυτό συντάχθηκε μαζί της. Ο Βουρνάς είναι ο μόνος σε αυτή τη σειρά των ιστορικών που είδε καθαρά τις αλλαγές στην οικονομία να διαφοροποιούν τις κοινωνικές σχέσεις και χαρακτήρισε τα προεπαναστατικά εμπορικά και βιοτεχνικά κέντρα ως «πυρήνες συγκέντρωσης των εθνικών δυνάμεων και θερμοκήπια της αστικής διαφοροποίησης» και τοποθέτησε σε πρωτεύουσα θέση «τη μάχη του νεοελληνικού διαφωτισμού με το σκοταδισμό» - ήταν η ιδεολογική προετοιμασία του Εικοσιένα. Με το «Εικοσιένα» του ο Βουρνάς μοιάζει σαν να απαντάει, σε ένα προς ένα, σε όσα είχαν γράψει οι τρεις «κομματικοί» ιστορικοί· έχει εμπνευστεί από τον Μάξιμο και το Σβορώνο, δεν απέρριψε τον Κορδάτο και είναι ο μόνος που παρακολούθησε με ευχαρίστηση τη δουλειά της νέας, της μεταδικτατορικής, γενιάς των ιστορικών. Καθρέφτης της μετεμφυλιακής ιδεολογικής δίνης, στην οποία βυθίστηκε το ΚΚΕ - και ως προς το Εικοσιένα - είναι το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης: ήταν ιδεολογική δίνη που δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην ήττα· οφειλόταν και στις αναταράξεις που προκάλεσαν στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα ο θάνατος του Στάλιν και οι αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του Κ.Κ. της Σοβιετικής Ένωσης. Στην Επιθεώρηση Τέχνης, στο ΚΚΕ στην πραγματικότητα, το Εικοσιένα θα αντιμετωπιστεί εφεξής ως παράδειγμα λαϊκού αγώνα και ως δίδαγμα - αίτημα για συνέχιση του: για την ολοκλήρωση και δικαίωση εκείνου του αγώνα εκκρεμούσαν η κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και η προώθηση της δημοκρατίας. Το Εικοσιένα θα συνδέεται μάλιστα, κάθε φορά που τέτοιοι πρόκεινται, με απελευθερωτικούς αγώνες (εθνικούς και κοινωνικούς)· με τον απε- λευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο, για παράδειγμα. Σαφέστερα, στο τεύχος Μαρτίου 1959, ο αγώνας στην Κύπρο παρομοιάζεται με το Εικοσιένα, επειδή ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση νίκησε ο λαός. Αναλόγως, στο αντίστοιχο τεύχος του 1961, Εικοσιένα και Εθνική Αντίσταση συνεξετάζονται ως «η μάχη των πολλών κατά των λίγων», και θεωρείται ότι «αξιοποίηση του νοήματος του ‘21 είναι η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης». Τώρα, για μερίδα της κομμουνιστικής διανόησης, που εκφράζεται μέσα από αυτό το περιοδικό, το Εικοσιένα ήταν λαϊκός αγώνας και κάθε μεταγενέστερος λαϊκός αγώνας ήταν συνέχεια του. Σε αυτό το νέο θεωρητικό - ιδεολογικό σχήμα, όπου η αντίθεση διαμορφώνεται ανάμεσα στο λαό, τους πολλούς, και στους λίγους πλουτοκράτες, μέσω του οποίου η αναγνώριση των εκάστοτε κοινωνικών σχέσεων και των ταξικών συσχετισμών παρέλκει και γι' αυτό ακυρώνεται, ήταν φυσικό να μην έχουν θέση ούτε ο Ν. Σβορώνος (ουδέποτε δημοσιεύτηκε το υπεσχημένο δεύτερο μέρος της μελέτης του «Σκέψεις για μια εισαγωγή στη νεοελληνική ιστορία»), ούτε ο Σ. Μάξιμος, ούτε ο Γ. Κορδάτος, που δημοσίευσε στο περιοδικό κάτι βιβλιοκριτικά σημειώματα, ούτε καν οι κομματικοί Λεωνίδας Στρίγγος και Πέτρος Ρούσος. ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ |