°F | °C
invalid location provided
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ...ΠΟΥ ΕΜΕΝΑΝ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Σάββατο, 01 Δεκέμβριος 2018 19:57

 

ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ I.J.F./A.E.J.


Pallas-Mikro-CV-2Μπαίνει ο Νοέμβριος, μπαίνει ο χειμώνας, βγαίνουν οι κουβέρτες, βγαίνουν τα κάστανα και τα ρόδια.

Για πολλούς από εμάς τους ανθρώπους της πόλης μπορεί να είναι πληροφορίες άνευ αξίας. Αλλά για τους ανθρώπους που μένουν στο δρόμο είναι πιο απλά. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν απλά. Το χειμώνα όταν γυρνούν από τη δουλειά ρίχνουν στην πρόχειρη σόμπα ξύλα και μαλάκωναν το κρύο. Τηλεόραση δεν έχουν. Αν ήθελαν θα μπορούσαν να ρίξουν μια μπαλαντέζα, να βρουν μια γεννήτρια και να πάρουν ρεύμα. Όμως δεν ήθελαν. Τους αρκούσε που μάθαιναν τα νέα ο ένας του άλλου. Καθόντουσαν γύρω από ένα κύκλο τα βράδια και λέγανε τα νέα τους. Γέλαγαν, εξηγούσαν, περιέγραφαν, ρωτούσαν. Με δυο λόγια συζητούσαν. Καμιά φορά έκλαιγαν για κάτι θλιβερό που είχε συμβεί και έδιναν ο ένας χαρτομάντηλα στον άλλο. Πιάνανε κουβέντα και μαλάκωναν την μοναξιά τους.

Εμείς οι άνθρωποι είμαστε μπερδεμένοι. Ζούμε μέσα από τοίχους απέναντι από όλα που συμβαίνουν γύρω μας. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε και φοβισμένοι.

...Μιλούν με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρούν τον οίκτο σας. Μέσα τους μιλούν χιλιάδες στόματα, που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο, μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά τους, κουνώντας λάβαρα πανηγυριού...

Οι άνθρωποι που έμεναν στον δρόμο, διάβαζαν πολλά βιβλία από τον άλλο, γι' αυτό είχαν κάνει μια συμφωνία να μην σημειώνουν ποτέ με μελάνι πάνω στα βιβλία. Να σημειώνουν μονάχα με μολύβι και μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη, γιατί θα περνούσε το βιβλίο από πολλά χέρια, πολλά μάτια, θα μελετούσαν τις σελίδες του και χρειαζόταν να αφήσουν χώρο και για τους υπόλοιπους. Διάβαζαν βιβλία και μαλάκωναν τον φόβο. Εμείς οι άνθρωποι του τσιμέντου είμαστε απελπισμένοι και δεν εμπνέουμε εμπιστοσύνη πλέον.

Στους δρόμους τα βράδια παίζαν μουσική. Είχαν φτιάξει διάφορα σχήματα εγχόρδων, πνευστών και κρουστών, πολλές φορές με αυτοσχέδια όργανα (κατσαρόλες, ποτήρια, καλάμια). Εναλλάσσονταν οι μουσικές και κάποιες φορές παύαν τα σχήματα και μονοπωλούσε την μουσική ένα μόνο όργανο. Κάπου εκεί στον πάγκο υπήρχε ένα εγκαταλειμμένο πιάνο κάτω από ένα υπόστεγο. Αυτό σηματοδοτούσε πιο μεγάλες γιορτές τότε που ερχόντουσαν άνθρωποι από άλλους μακρινούς δρόμους. Γνώριζαν αγνώστους μέχρι τότε ανθρώπους. Μεγάλωνε ο κόσμος τους και ήταν αιτία αυτό για μεγάλη γιορτή. Παίζανε μουσική και μεγάλωναν τον χρόνο...Ζούσαν.

...Τα όνειρά τους μπορεί να είναι κάπου εκεί. Μαζί με το ηλιοβασίλεμα. Μπορεί ποτέ να μην φτάσανε...αλλά κανένας δεν θα τους στερήσει το δικαίωμα να τα βλέπουνε από μακριά...

Οι άνθρωποι αυτοί χόρευαν. Παίζαν μουσική και χόρευαν.Έδινανστον εαυτό τους μια ευκαιρία να ξεμουδιάσει το σώμα τους. Σαν μωρό να ακουμπήσει λίγο πιο κοντά στους παλμούς της καρδιάς και να ηρεμήσει. Χόρευαν άλλες φορές σε γρήγορους, χαρούμενους ρυθμούς και άλλες φορές σε αργούς, μελαγχολικούς. Ο ρυθμός αυτός είχε να κάνει λίγο με την εποχή του χρόνου. Σε φθινοπωρινή εποχή διάλεγαν πιο χαμηλούς ρυθμούς. Τα καλοκαίρια διάλεγαν γρήγορους, διεγερτικούς. Χόρευαν και μαλάκωναν τον πόνο. Σε αυτούς τους ανθρώπους έχω πίστη. Σε όλους εκείνους που οι υπερθετικοί του καλού και του κακού τους, είναι παγερά αδιάφοροι. Σε όλους αυτούς τους που προκειμένου να βρουν λίγα ψιχουλάκια ελπίδας να γκρεμίσουν τον τοίχο με τα νύχια τους.

Οι άνθρωποι που έμεναν στους δρόμους ονειρευόντουσαν. Όχι μια καλύτερη ζωή, αλλά να κρατήσει κι άλλο το τραγούδι του τριζονιού στην σιγαλιά της ήρεμης νύχτας. Να κρατηθεί κι άλλο ο παφλασμός του κύματος στην αγαπημένη ακτή. Οι βάρκες να μεταφέρουν ταξιδιώτες που ψάχνουν να γνωρίσουν και άλλες γωνιές της γης, όχι από φόβο αλλά από χαρά. Τα όνειρα αυτά δεν σταματούσαν. Το ένα διαδέχονταν το άλλο, όπως η μια στιγμή την άλλη. Οι άνθρωποι που ζούσαν στους δρόμους, ζούσαν αληθινά. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ήταν πολλοί. Οι άνθρωποι είναι δύσπιστοι στην αλήθεια.

Μπορεί να μην ταξίδευαν μακριά...αλλά η καρδιά τους πήγε μακριά...

Εμείς ζούμε αγκαλιά μ' ένα σχεδόν οι περισσότεροι. Σχεδόν εμείς, σχεδόν ολόκληροι, σχεδόν γνωρίζουμε, σχεδόν θέλουμε, σχεδόν ζούμε, σχεδόν μπλε. Σχεδόν κόκκινο.

Έτσι τους γνώρισε όλους αυτούς η Μυρτώ όσο καιρό έζησε μαζί τους. Απλούς και αληθινούς. Ήρθε όμως η μέρα που έπρεπε να φύγει. Έπρεπε ήθελε δεν ήθελε να επιστρέψει στην άλλη, την κανονική τους ζωή.

...Η γενιά τους ήταν μια αστραπή που πνίγηκε, η βροντή της γενιάς τους καταδιώχθηκε, σαν ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα. Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο. Οι άνθρωποι της γενιάς τους δεν πέθαιναν στα νοσοκομεία, κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά αποσπάσματα...

Έτσι πήρε το πρώτο λεωφορείο και γύρισε. Σε μια ώρα το πολύ θα ήταν σπίτι. Σε κάθε στάση επιβάτες έμπαιναν και άλλοι έβγαιναν. Οι περισσότεροι με βαλίτσες στο χέρι και σακίδια στους ώμους επέστρεφαν από ταξίδια. Η ώρα περνούσε, πλησίασε σχεδόν στην μέση της διαδρομής. Το λεωφορείο σταμάτησε στο φανάρι, έξω από έναν φούρνο. Η Μυρτώ κοίταξε από το παράθυρο. Δεκάδες μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στο δρόμο, οι άνθρωποι μέσα στα αυτοκίνητα μιλούσαν στα κινητά και χειρονομούσαν νευρικά. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν βιαστικά από τις ηλεκτρικές πόρτες στο φούρνο κρατώντας σακούλες με ψωμιά και κουλούρια, και άλλοι προσπαθούσαν να παρκάρουν για να πάνε στις δουλειές τους. Σε ότι τέλος πάντων ονόμαζαν δουλειές τους. Καλύτερα θα ήταν να έλεγαν στα κομμάτια που σπάγανε την ζωή τους.

Η Μυρτώ κοίταζε έξω από το παράθυρο. Σε τίποτα απ' όλα αυτά δεν κολλούσε, το ήξερε. Θα ήταν αργά σκέφτηκε για μια στιγμή να ξεκουμπιστεί να φύγει, να γυρίσει πίσω εκεί στους δρόμους...να δώσει μια να ξεκολλήσει. Κάτι περίμενε να συμβεί που θα της έδινε την λύση. Κάτι οτιδήποτε. Να ανάψει το φανάρι, ν' ανοίξει η πόρτα, να βγει έξω να μηδενίσει το κοντέρ και να γυρίσει εκεί στους ανθρώπους που ζούσαν στους δρόμους...

...Κάποιοι άνθρωποι περνάνε από τη ζωή μας μόνο και μόνο για να μας διδάξουν να γίνουμε σαν και αυτούς...